της Αθηνάς Τερζή
Μοιάζουμε με πουλιά ταξιδιάρικα, όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι κείνοι που ξεβολεύονται δυσκολότερα. Μοιάζουμε με περβόλια. Με ανθισμένους μπαξέδες. Θέλουμε νερό, ήλιο και καθαρό αέρα για να θεριέψουμε και να τραβήξουμε τον ανήφορο.
Εκεί, γύρω στα 45, στον πυρήνα μιας χορτάτης ζωής, που εύχομαι να σου σφαλίσει τα μάτια μονάχα σαν πατήσεις τα 90, οφείλεις καλέ μου άνθρωπε, για να το κατορθώσεις και να ελπίζεις στο ακατόρθωτο να έχεις γευτεί τα ακόλουθα: Να ζήσεις έναν έρωτα όλο τρέλα. Να σπάσεις φρένα, να λυγίσεις σίδερα, να φας καρφιά. Από κείνους τους κινηματογραφικούς έρωτες που λιγώνεσαι να χαζεύεις. Και για μια φορά έστω, στη μάταιη αυτή ζωή σου, να νιώσεις πώς είναι να σου μπήγουν δυο μάτια καρφιά στην ψυχή και στο μυαλό, να σφιχτεί το στομάχι, να λαθέψει το μυαλό, να κουμαντάρει η καρδιά σα γενικός δερβέναγας.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45 να’ χεις κάνει δύο τεράστια μεθύσια. Ένα της χαράς κι ένα από σεκλέτι και βαρύ καημό. Να καταλάβεις τη γλύκα του απόλυτου ξοδέματος και εξευτελισμού. ” Να γίνεις λάσπη και χώμα” και μέσα στον απόλυτο χαμό να γευτείς την ασημαντότητα των στιγμών, το μεγαλείο του ανθρώπου, τον πόνο για μιαν αγάπη που έχασες ή για μια νίκη που κέρδισες. Να συρθείς στα πατώματα, να αγαπήσεις τη νύχτα και τους κατοίκους της και να μονιάσεις μαζί τους ξοδεύοντας μια μικρή περιουσία σε πιοτό για να σε μνημονεύουν.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45, στο κέντρο μιας απρόβλεπτης ζωής, να έχεις βρεθεί μια φορά σε ένα επαρχιώτικο πανηγύρι, από κείνα τα αναστενάρικα με τα κλαρίνα και τους ζουρνάδες και την τσίκνα στο ρουθούνι. Με τη σκόνη να σε ζώνει σαν το φίδι, το χαλβά Φαρσάλων να σου ανακατεύει τα σωθικά, το γύρο του θανάτου, τις κάλτσες, τα βρακιά και τις παντόφλες στα σύρματα. Αυτοσχέδια σκηνικά, γκροτέσκο φιγούρες, μιας ζωής καρικατούρας που δεν της πρέπει να την φέρνεις βαρέως σε καμία περίπτωση.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45, να την έχεις κάνει κοπάνα από όλους κι όλα και για μερικές απειροελάχιστες στιγμές να έχεις καταφέρει να κατεβάσεις διακόπτες και να χαθείς από προσώπου γης. Να διαλέξεις το μέρος και να εξαφανιστείς για μια ολόκληρη μέρα. Να κλείσεις τηλέφωνα, υπολογιστές κι ατζέντες και να σωπάσεις. Να αποκοιμηθείς ολομόναχος, να σκορπίσει το μυαλό, να βυθιστείς στο απόλυτο τίποτα. Εκεί γύρω μέχρι τα 45, να έχεις ξύσει την κούτρα και αναπολώντας τα παιδικά σου χρόνια, να έχεις κουτρουβαλήσει έστω για μια ακόμη φορά στους δρόμους, στις αμμουδιές, στο χορτάρι, στην πλατεία του χωριού, σε μια πλαγιά, σε ένα μεγάλο σαλόνι , σε μια λουλουδιασμένη αυλή, όπου τέλος πάντων μπορέσεις. Να λαχανιάσεις από το τρέξιμο, να γρατζουνίσεις τα γόνατα, να σκίσεις τα ρούχα από το παιχνίδι. Να έχεις ταξιδέψει τουλάχιστον σε έναν ονειρεμένο προορισμό και να μην πάψεις να ελπίζεις για τον παραδεισένιο. Κι όταν σε στριμώχνουν τα τετραγωνικά, εκείνες τις μέρες τις ανάποδες και τις θλιμμένες, να αναπολείς εκείνα τα μερόνυχτα που είχες δραπετεύσει.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45, να έχεις συγχωρέσει έναν εχθρό και να έχεις σταθεί σε ένα φίλο, δίχως να σου το ζητήσουν. Απαραίτητα να έχεις βρεθεί σε ένα γερό συμπόσιο, από κείνα της παλιάς κοπής και να ‘χεις χορέψει ξέφρενα, δίχως καμιά ντροπή. Να έχεις κάνει την πιο απρόβλεπτη πράξη σε έναν άγνωστο στο δρόμο και για μια στιγμή να ήσουν η αιτία για να νιώσει το κέντρο του κόσμου. Να το έχεις κάνει, όταν δεν θα το περιμένει και να τον έχεις εκπλήξει με τον πιο ευχάριστα περίεργο τρόπο. Να έχεις ζήσει τρεις συνεχόμενες μαραθώνιες βραδιές με τις αγαπημένες σου κινηματογραφικές ταινίες και την καλύτερη παρέα. Να έχεις ξοδέψει τα ραντεβού ενός μήνα, σε μια συναυλία προδιαγραφών τουλάχιστον Γούντστοκ, με τα μαλλιά ανέσπα και τα μυαλά στα κάγκελα. Να έχεις αγαπήσει τρεις ποιητές και να έχεις ταυτιστεί με τους ήρωες από τρία μυθιστορήματα. Να είναι δικοί σου. Σαν δεύτερη οικογένεια. Να έχεις ανακαλύψει δύο από τα πολλά κρυφά ταλέντα που σίγουρα θα έχεις και να τα έχεις βγάλει στο φως. Ζωγράφισε, τραγούδησε, μάθε κιθάρα, τρομπέτα, κλακέτες, φλαμένκο, καβάλησε κανένα άλογο, πήδα από γέφυρες, ανέβα σε αερόστατο, παίξε θέατρο, κλώτσα μπάλες, τρέξε στα γήπεδα, μάθε να πιλοτάρεις αεροπλάνο, βγάλε άδεια δύτη. Κολύμπα στα βαθιά. Κυρίως όμως εξέπληξε τον εαυτό σου. Κάνε λάθη κι ας μη μάθεις ποτέ από αυτά. Κάνε φίλους καρδιάς, εκείνους που χαμογελάνε πολύ, τους θετικούς μιας ζωής που είναι έτσι κι αλλιώς βουτηγμένη στην άρνηση. Να μην ντρέπεσαι για το παιδί που αφήνεις ακόμη να σου ψιθυρίζει στα αυτιά, να σου μπερδεύει τα μαλλιά. Συμφιλιώσου με τα ζόρια σου- ναι μπορεί να μην κάνεις ποτέ περιουσίες, πιθανόν και γάμο, μπορεί και παιδιά, να αποκτήσεις φαλάκρα, κοιλιά, ρυτίδες, πρεσβυωπία- κανάκεψε όμως τα κατορθώματά σου και καμάρωσε σαν τον Ηρακλή, μα πάνω από όλα να μην κουραστείς να ζεις ξανά και ξανά και ξανά…
Μοιάζουμε με πουλιά ταξιδιάρικα, όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι κείνοι που ξεβολεύονται δυσκολότερα. Μοιάζουμε με περβόλια. Με ανθισμένους μπαξέδες. Θέλουμε νερό, ήλιο και καθαρό αέρα για να θεριέψουμε και να τραβήξουμε τον ανήφορο.
Εκεί, γύρω στα 45, στον πυρήνα μιας χορτάτης ζωής, που εύχομαι να σου σφαλίσει τα μάτια μονάχα σαν πατήσεις τα 90, οφείλεις καλέ μου άνθρωπε, για να το κατορθώσεις και να ελπίζεις στο ακατόρθωτο να έχεις γευτεί τα ακόλουθα: Να ζήσεις έναν έρωτα όλο τρέλα. Να σπάσεις φρένα, να λυγίσεις σίδερα, να φας καρφιά. Από κείνους τους κινηματογραφικούς έρωτες που λιγώνεσαι να χαζεύεις. Και για μια φορά έστω, στη μάταιη αυτή ζωή σου, να νιώσεις πώς είναι να σου μπήγουν δυο μάτια καρφιά στην ψυχή και στο μυαλό, να σφιχτεί το στομάχι, να λαθέψει το μυαλό, να κουμαντάρει η καρδιά σα γενικός δερβέναγας.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45 να’ χεις κάνει δύο τεράστια μεθύσια. Ένα της χαράς κι ένα από σεκλέτι και βαρύ καημό. Να καταλάβεις τη γλύκα του απόλυτου ξοδέματος και εξευτελισμού. ” Να γίνεις λάσπη και χώμα” και μέσα στον απόλυτο χαμό να γευτείς την ασημαντότητα των στιγμών, το μεγαλείο του ανθρώπου, τον πόνο για μιαν αγάπη που έχασες ή για μια νίκη που κέρδισες. Να συρθείς στα πατώματα, να αγαπήσεις τη νύχτα και τους κατοίκους της και να μονιάσεις μαζί τους ξοδεύοντας μια μικρή περιουσία σε πιοτό για να σε μνημονεύουν.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45, στο κέντρο μιας απρόβλεπτης ζωής, να έχεις βρεθεί μια φορά σε ένα επαρχιώτικο πανηγύρι, από κείνα τα αναστενάρικα με τα κλαρίνα και τους ζουρνάδες και την τσίκνα στο ρουθούνι. Με τη σκόνη να σε ζώνει σαν το φίδι, το χαλβά Φαρσάλων να σου ανακατεύει τα σωθικά, το γύρο του θανάτου, τις κάλτσες, τα βρακιά και τις παντόφλες στα σύρματα. Αυτοσχέδια σκηνικά, γκροτέσκο φιγούρες, μιας ζωής καρικατούρας που δεν της πρέπει να την φέρνεις βαρέως σε καμία περίπτωση.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45, να την έχεις κάνει κοπάνα από όλους κι όλα και για μερικές απειροελάχιστες στιγμές να έχεις καταφέρει να κατεβάσεις διακόπτες και να χαθείς από προσώπου γης. Να διαλέξεις το μέρος και να εξαφανιστείς για μια ολόκληρη μέρα. Να κλείσεις τηλέφωνα, υπολογιστές κι ατζέντες και να σωπάσεις. Να αποκοιμηθείς ολομόναχος, να σκορπίσει το μυαλό, να βυθιστείς στο απόλυτο τίποτα. Εκεί γύρω μέχρι τα 45, να έχεις ξύσει την κούτρα και αναπολώντας τα παιδικά σου χρόνια, να έχεις κουτρουβαλήσει έστω για μια ακόμη φορά στους δρόμους, στις αμμουδιές, στο χορτάρι, στην πλατεία του χωριού, σε μια πλαγιά, σε ένα μεγάλο σαλόνι , σε μια λουλουδιασμένη αυλή, όπου τέλος πάντων μπορέσεις. Να λαχανιάσεις από το τρέξιμο, να γρατζουνίσεις τα γόνατα, να σκίσεις τα ρούχα από το παιχνίδι. Να έχεις ταξιδέψει τουλάχιστον σε έναν ονειρεμένο προορισμό και να μην πάψεις να ελπίζεις για τον παραδεισένιο. Κι όταν σε στριμώχνουν τα τετραγωνικά, εκείνες τις μέρες τις ανάποδες και τις θλιμμένες, να αναπολείς εκείνα τα μερόνυχτα που είχες δραπετεύσει.
Εκεί γύρω, μέχρι τα 45, να έχεις συγχωρέσει έναν εχθρό και να έχεις σταθεί σε ένα φίλο, δίχως να σου το ζητήσουν. Απαραίτητα να έχεις βρεθεί σε ένα γερό συμπόσιο, από κείνα της παλιάς κοπής και να ‘χεις χορέψει ξέφρενα, δίχως καμιά ντροπή. Να έχεις κάνει την πιο απρόβλεπτη πράξη σε έναν άγνωστο στο δρόμο και για μια στιγμή να ήσουν η αιτία για να νιώσει το κέντρο του κόσμου. Να το έχεις κάνει, όταν δεν θα το περιμένει και να τον έχεις εκπλήξει με τον πιο ευχάριστα περίεργο τρόπο. Να έχεις ζήσει τρεις συνεχόμενες μαραθώνιες βραδιές με τις αγαπημένες σου κινηματογραφικές ταινίες και την καλύτερη παρέα. Να έχεις ξοδέψει τα ραντεβού ενός μήνα, σε μια συναυλία προδιαγραφών τουλάχιστον Γούντστοκ, με τα μαλλιά ανέσπα και τα μυαλά στα κάγκελα. Να έχεις αγαπήσει τρεις ποιητές και να έχεις ταυτιστεί με τους ήρωες από τρία μυθιστορήματα. Να είναι δικοί σου. Σαν δεύτερη οικογένεια. Να έχεις ανακαλύψει δύο από τα πολλά κρυφά ταλέντα που σίγουρα θα έχεις και να τα έχεις βγάλει στο φως. Ζωγράφισε, τραγούδησε, μάθε κιθάρα, τρομπέτα, κλακέτες, φλαμένκο, καβάλησε κανένα άλογο, πήδα από γέφυρες, ανέβα σε αερόστατο, παίξε θέατρο, κλώτσα μπάλες, τρέξε στα γήπεδα, μάθε να πιλοτάρεις αεροπλάνο, βγάλε άδεια δύτη. Κολύμπα στα βαθιά. Κυρίως όμως εξέπληξε τον εαυτό σου. Κάνε λάθη κι ας μη μάθεις ποτέ από αυτά. Κάνε φίλους καρδιάς, εκείνους που χαμογελάνε πολύ, τους θετικούς μιας ζωής που είναι έτσι κι αλλιώς βουτηγμένη στην άρνηση. Να μην ντρέπεσαι για το παιδί που αφήνεις ακόμη να σου ψιθυρίζει στα αυτιά, να σου μπερδεύει τα μαλλιά. Συμφιλιώσου με τα ζόρια σου- ναι μπορεί να μην κάνεις ποτέ περιουσίες, πιθανόν και γάμο, μπορεί και παιδιά, να αποκτήσεις φαλάκρα, κοιλιά, ρυτίδες, πρεσβυωπία- κανάκεψε όμως τα κατορθώματά σου και καμάρωσε σαν τον Ηρακλή, μα πάνω από όλα να μην κουραστείς να ζεις ξανά και ξανά και ξανά…